χαλκηδόνιος

χαλκηδόνιος
Ορυκτό, κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία. Παρουσιάζει διάφορες έγχρωμες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι: ερυθρός χ., καρνεόλιο, καστανόχρωμος χ., σάρδιο πράσινος, χρυσοπράσινο πράσινος ποικιλόστικτος, ηλιοτρόπιο· ταινιωτός χ., αχάτες, όνυξ, σαρδόνυξ μαύρος, λυδίτης και ακόμα συμπαγείς, φαιές, καστανές ή μαύρες μάζες, ιάσπιδες και πυρίτες. Ο χ. απαντά σε αυτοτελή κοιτάσματα ή μέσα σε ρωγμές και κοιλότητες πετρωμάτων. Ο πυρίτης βρίσκεται μέσα στην κρητίδα με μορφή κονδύλων. Οι ξυλοειδείς ιάσπιδες σχηματίστηκαν από την αποπυριτίωση κορμών δέντρων και βρίσκονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στη Σαντορίνη, στη Λέσβο (απολιθωμένο δάσος), στη Μήλο κλπ.
* * *
-α, -ο / χαλκηδόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και δ.τ. χαλκεδόνιος Μ [Χαλκηδών, -όνος]
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Χαλκηδόνιος, η Χαλκηδόνια και Χαλκηδονία
ο κάτοικος τής Χαλκηδόνας ή, γενικά, αυτός που κατάγεται από τη Χαλκηδόνα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαλκηδόνιος
(ορυκτ.) ορυκτό τού διοξειδίου τού πυριτίου, που αποτελεί πολύ λεπτοκοκκώδη κρυπτοκρυσταλλική ποικιλία τού χαλαζία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαλκηδόνιον
(ορυκτ.) ονομασία τού ορυκτού στίμμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Χαλκηδόνιος — α, ο 1. ο κάτοικος της Χαλκηδόνας. 2. το αρσ. ως ουσ., χαλκηδόνιος δηλώνει παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • колчедан — колчадан. Заимств. через франц. calcedoine халцедон из ср. лат. calcidonius, chalcedonius lарis от Χαλκηδών – местн. н. в Малой Азии, прилаг. χαλκηδόνιος; см. Маценауэр 210 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Колчеданы — У этого термина существуют и другие значения, см. Колчедан (значения). Колчеданы (из прилагательного греч. χαλκηδόνιος от малоазиатского географического названия греч. Χαλκηδών, через ср. лат. calcidonius, chalcedonius lapis и… …   Википедия

  • Колчедан — Колчеданы (из прилагательного греч. χαλκηδόνιος от малоазиатского географического названия греч. Χαλκηδών, через ср. лат. calcidonius, chalcedonius lapis и фр. calcédoine) устаревшее собирательное название, применявшееся в отношении минералов,… …   Википедия

  • ГЕРИЛЛ —     ГЕРИЛЛ (Ἥριλλος) (3 в. до н. э.), стоик, ученик Зенона из Кития. Традиционно (на основании D. L. VII 37; 165 = SVF I 411) Г. считается уроженцем Карфагена, однако высказано мнение (Von der Mühl), что рукописное чтение Χαλκηδόνιος… …   Античная философия

  • Герилл Карфагенский — Ἥριλλος Направление: стоицизм Герилл Карфагенский(др. греч. Ἥριλλος; III в. до н. э.)[1]  философ стоик, ученик …   Википедия

  • CHALCEDON — I. CHALCEDON Graece χαλκηδὼν, gemma memoratur Apocalypseos, c. 21. v. 19. ubi inter duodecim fundamenta novae Hierosolymae, tertiô locô ponitur χαλκηδὼν. Chalcedonius veteri Interpreti: Quem dictum esse ab Chalcedone supra Chrysopolim refert, ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αχάτης — Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”